- επαρχιώτικος
- -ή, -ό και επαρχιώτικος, -η, -ο [επαρχιώτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επαρχία ή στον επαρχιώτη2. αυτός που ταιριάζει σε επαρχιώτες («επαρχιώτικες συνήθειες»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επαρχιωτικός — επαρχιωτικός, ή, ό και επαρχιώτικος, η, ο 1. που είναι της επαρχίας ή του επαρχιώτη: Επαρχιώτικες εφημερίδες. 2. που είναι ή γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο των επαρχιωτών, χωριάτικος: Επαρχιώτικο ντύσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαρχιακός — ή, ό (Μ ἐπαρχιακός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επαρχία («επαρχιακές σύνοδοι», «επαρχιακά συμβούλια») νεοελλ. αυτός που αναφέρεται στις επαρχίες, ο επαρχιώτικος («επαρχιακά ήθη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
επαρχιακός — ή, ό επίρρ. ά 1. που είναι της επαρχίας, που ανήκει ή αναφέρεται σ αυτή: Επαρχιακό συμβούλιο. 2. που είναι των επαρχιών, επαρχιώτικος: Επαρχιακά ήθη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)